- πολῑτοφύλαξ
- πολῑτο-φύλαξ, ακος, ὁ, der die Bürger bewacht, beobachtet, in Larissa die oberste Stadtbehörde
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολιτοφύλαξ — ακος, ὁ, Α βλ. πολιτοφύλακας … Dictionary of Greek
πολιτοφυλακώ — έω, Α [πολιτοφύλαξ, ακος] επιτηρώ τους πολίτες μιας πόλης … Dictionary of Greek
πολιτοφύλακας — ο / πολιτοφύλαξ, ακος, ΝΑ νεοελλ. μέλος τής πολιτοφυλακής αρχ. (ως αξίωμα) φρουρός τών πολιτών … Dictionary of Greek
πολιτοφύλακας — πολῑτοφύλακας , πολιτοφύλαξ warden of the citizens masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτοφύλακες — πολῑτοφύλακες , πολιτοφύλαξ warden of the citizens masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)